-
1 fact
γεγονός -
2 event
[i'vent]1) (something that happens; an incident or occurrence: That night a terrible event occurred.) συμβάν,γεγονός2) (an item in a programme of sports etc: The long-jump was to be the third event.) αγώνισμα•- eventful- at all events / at any event
- in that event
- in the event
- in the event of -
3 fact
[fækt]1) (something known or believed to be true: It is a fact that smoking is a danger to health.) γεγονός2) (reality: fact or fiction.) πραγματικότητα•- factual
- factually
- as a matter of fact
- in fact
- in point of fact -
4 occasion
[ə'keiʒən]1) (a particular time: I've heard him speak on several occasions.) περίσταση,περίπτωση2) (a special event: The wedding was a great occasion.) περίσταση,γεγονός•- occasionally -
5 reality
[ri'æləti]1) (that which is real and not imaginary: It was a relief to get back to reality after hearing the ghost story.) πραγματικότητα2) (the state of being real.) πραγματικότητα3) ((often in plural - realities) a fact: Death and sorrow are two of the grim realities of human existence.) γεγονός, αλήθεια -
6 tragedy
['træ‹ədi]plural - tragedies; noun1) ((a) drama about unfortunate events with a sad outcome: `Hamlet' is one of Shakespeare's tragedies.) τραγωδία2) (an unfortunate or sad event: His early death was a great tragedy for his family.) τραγικό γεγονός•- tragic -
7 undo
-
8 event
1) άθλημα2) γεγονός -
9 occurrence
1) γεγονός2) περιστατικό3) συμβάν
См. также в других словарях:
γεγονός — Είναι η πράξη, το συμβάν, επίσης η πραγματικότητα, η αλήθεια. (Φυσ.) Θεμελιώδης έννοια της φυσικής. Ένα γ. καθορίζεται όχι μόνο από τη θέση αλλά και από τον χρόνο που συνέβη. Μερικά παραδείγματα γ. είναι η εκπομπή σωματίων ή φωτεινών λάμψεων… … Dictionary of Greek
γεγονός — το 1. περιστατικό, συμβάν: Μας συγκλόνισε ένα δυσάρεστο γεγονός. 2. η πραγματικότητα, η αλήθεια: Είναι γεγονός ότι ηττηθήκαμε επειδή δεν αγωνιστήκαμε με ενθουσιασμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεγονός — γίγνομαι come into a new state of being perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομικό γεγονός — Σύμφωνα με το δίκαιο όλων των λαών, η παραγωγή, η τροποποίηση ή η απόσβεση των νομικών σχέσεων ή καταστάσεων ή, όπως γενικότερα λέγεται, η πραγματοποίηση νομικών αποτελεσμάτων, βρίσκονται, κατά κανόνα, σε άμεση εξάρτηση από την επέλευση ενός… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek